- ἐργατεύομαι
- ἐργᾰτ-εύομαι,A work hard, labour, LXX To.5.5, D.S.20.92:— [voice] Act.,
-εὺω UPZ110.102
(ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-εὺω UPZ110.102
(ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εργατεύομαι — ἐργατεύομαι (ΑΜ Μ και ἐργατεύω) [εργάτης] εργάζομαι κοπιαστικά μσν. εργατεύω 1. είμαι εργάτης 2. βάζω κάποιον να δουλέψει ως εργάτης … Dictionary of Greek
ἐργατευομένους — ἐργατεύομαι work hard pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατεύεσθαι — ἐργατεύομαι work hard pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατεύσασθαι — ἐργατεύομαι work hard aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)